προγιγνώσκω

προγιγνώσκω
ΝΑ, και ιων. και μτνν. τ. προγινώσκω Α
1. γνωρίζω ή καταλαβαίνω κάτι εκ τών προτέρων («τά τε παρεόντα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι προγιγνώσκειν», Ιπποκρ.)
2. προαισθάνομαι κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προμαντεύω
αρχ.
1. γνωρίζω από παλιά κάποιον καλά («οὐκ ἀπώσατο ὁ θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῡ ὅν προέγνω», ΚΔ)
2. γνωρίζω κάτι πριν από κάποιον
3. κρίνω εκ τών προτέρων
4. προνοώ («ταῡτ' οὖν ἐγὼ οὕτω προγιγνώσκων χρημάτων δοκῶ προσδεῑσθαι», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προγιγνώσκω — know pres subj act 1st sg προγιγνώσκω know pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνώσκῃ — προγιγνώσκω know pres subj mp 2nd sg προγιγνώσκω know pres ind mp 2nd sg προγιγνώσκω know pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγινώσκετε — προγιγνώσκω know pres imperat act 2nd pl (ionic) προγιγνώσκω know pres ind act 2nd pl (ionic) προγιγνώσκω know imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγινώσκῃ — προγιγνώσκω know pres subj mp 2nd sg (ionic) προγιγνώσκω know pres ind mp 2nd sg (ionic) προγιγνώσκω know pres subj act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνωσκομένων — προγιγνώσκω know pres part mp fem gen pl προγιγνώσκω know pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνωσκόντων — προγιγνώσκω know pres part act masc/neut gen pl προγιγνώσκω know pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνώσκει — προγιγνώσκω know pres ind mp 2nd sg προγιγνώσκω know pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνώσκομεν — προγιγνώσκω know pres ind act 1st pl προγιγνώσκω know imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνώσκοντα — προγιγνώσκω know pres part act neut nom/voc/acc pl προγιγνώσκω know pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγιγνώσκουσι — προγιγνώσκω know pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προγιγνώσκω know pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”